- σκληρότητος
- σκληρότηςhardnessfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ожесточаниѥ — ОЖЕСТОЧАНИ|Ѥ (9), ˫А с. 1.Строптивость, упрямство: похоть. ѡжесточаниѥ. ѡбь˫адениѥ. пь˫аньство… || …ѿжени ѿ мене. СбЯр XIII2, 67–67 об.; бл҃гость б҃и˫а на пока˫анье тѧ ведеть. и по ожесточанью же твоему. и непока˫аньну ср(д)цю. скрываеши себѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek